ανάμελκτος

ανάμελκτος
η , ο [ος , ον ] см. ανάρμεγος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ανάμελκτος" в других словарях:

  • ανάμελκτος — ον (Μ ἀνάμελκτος) αυτός που δεν τόν άρμεξαν, ανάρμεχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + ἀμελκτός < ἀμέλγω] …   Dictionary of Greek

  • ἀνάμελκτοι — ἀνάμελκτος unmilked masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»